Η τερηδόνα είναι νόσος που οφείλεται σε μικροοργανισμούς που υπάρχουν φυσιολογικά στην στοματική κοιλότητα και έχουν την ικανότητα να διασπούν τους υδατάνθρακες παράγοντας οξέα, τα οποία διαβρώνουν την επιφάνεια του δοντιού.
Αιτιοπαθογένεια
Η τερηδόνα είναι νόσος των σκληρών οδοντικών ιστών, η οποία χαρακτηρίζεται από απομεταλλικοποίηση της ανόργανης και αποδομή της οργανικής δομής του δοντιού. Οφείλεται σε ειδικούς μικροοργανισμούς, που υπάρχουν φυσιολογικά στην στοματική κοιλότητα και καλούνται τερηδονογόνοι[1]. Οι τερηδονογόνοι μικροοργανισμοί σχηματίζουν μεγάλες ομάδες στην επιφάνεια των δοντιών (οδοντική πλάκα) και προκαλούν ζύμωση των υδατανθρακών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή οξέων. Τα οξέα που παράγονται από τους μικροοργανισμούς της οδοντικής πλάκας προκαλούν απασβέστωση, δηλαδή απώλεια ανόργανων συστατικών από τους σκληρούς οδοντικούς ιστούς, με αποτέλεσμα την δημιουργία της τερηδονικής κοιλότητας. Η ύπαρξη και μόνον των τερηδονογόνων μικροοργανισμών δεν είναι ικανή να προκαλέσει εκδήλωση της νόσου, δηλαδή εμφάνιση τερηδονικής κοιλότητας. Επιπλέον παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο είναι η διατροφή αλλά και η αντίσταση του ξενιστή στην δράση των μικροβίων.
Ο ρόλος της διατροφής
Όταν η διατροφή είναι πλούσια σε υδατάνθρακες όπως π.χ. τροφές πλούσιες σε ζάχαρη, άμυλο κτλ. τότε υπάρχει συνεχής τροφοδότηση των τερηδονογόνων μικροοργανισμών με πρώτη ύλη για την πραγματοποίηση ζύμωσης και παραγωγή οξέων. Η παραγωγή οξέως έχει ως αποτέλεσμα την πτώση του pH στην στοματική κοιλότητα και την πρόκληση απασβέστωσης.
Ο ρόλος του ξενιστή
Η ικανότητα του ξενιστή να προστατευτεί από τη δραστηριότητα των τερηδονογόνων μικροοργανισμών έγκειται σε δύο σημεία: στην ύπαρξη του σάλιου και την αντοχή των δοντιών στην τερηδόνα. Το σάλιο αποτελεί προστατευτικό παράγοντα στην δημιουργία της τερηδόνας λόγω τριών βασικών ικανοτήτων του έχει:
- Αποτελεί ρυθμιστικό διάλυμα, το οποίο έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει το όξινο pH που δημιουργείται από την δράση των μικροοργανισμών.
- Περιέχει διαλυμένα ανόργανα συστατικά όπως ασβέστιο, φωσφόρο και φθόριο τα οποία η απασβεστωμένη επιφάνεια του δοντιού έχει την ικανότητα να επαναπρολαμβάνει και να αυτοϊάται.
- Περιέχει αντιμικροβιακές ουσίες (όπως, π.χ., λυσοζύμη) και αντισώματα, που περιορίζουν την ανάπτυξη των μικροοργανισμών.
Παράγοντες που παίζουν ρόλο στην ικανότητα των δοντιών να ανθίστανται στην τερηδονογόνο δράση των μικροβίων είναι:
- Η μορφολογία τη επιφάνειάς τους. Δόντια με αδρή επιφάνεια κατακρατούν ευκολότερα την τροφή.
- Η διάπλαση - ενασβέστωσή τους. Δόντια με υψηλή περιεκτικότητα σε ιόντα φθορίου είναι ανθεκτικότερα, γι' αυτό και το φθόριο χρησιμοποιείται για την πρόληψη της τερηδόνας.
Πρόληψη
- Τροποποίηση της δίαιτας. Η τροποποίηση των διαιτητικών συνηθειών του ατόμου προκειμένου την μείωση του αριθμού των υδατανθρακούχων γευμάτων συντελεί σημαντικά στην μείωση του τερηδονικού κινδύνου διότι ελαττώνεται η ποσότητα της πρώτης ύλης που χρησιμοποιούν οι μικροοργανισμοί για την παραγωγή οξέων. τα σημαντικότερα είδη σακχάρων είναι:
Οι ενώσεις που ακολουθούν είναι τεχνητές γλυκαντικές ύλες χωρίς να ανήκουν στην ομόλογη σειρά των σακχάρων:
Η σακχαρόζη αποτελεί την πιο γνωστή μορφή ζάχαρης. Έχει βαθμό γλυκύτητας 1,0. Αποτελεί φυσικό στοιχείο και όχι τεχνητή ουσία, συμμετέχει στο μεταβολισμό της οδοντικής μικροβιακής πλάκας και είναι εξαιρετικά τερηδονογόνος. Η δράση της βασίζεται στην παραγωγή οξέος από το μικροβιακό μεταβολισμό, την αύξηση της προσκολλητικής ικανότητας των βακτηρίων καιτου αριθμού των βακτηρίων και με τη σύνθεση της οδοντικής πλάκας, μέσω των εξωκυττάριων και ενδοκυττάριων πολυσακχαριτών.
Από την άλλη, η ξυλιτόλη συντελεί στη μείωση της τερηδόνας, τη διατήρηση του pH της πλάκας σε φυσιολογικά επίπεδα, λόγω της αδυναμίας παραγωγής οξέων από του στρεπτόκοκκους και της αύξησης της ροής του σάλιου. Πιθανότητα συμβάλλει και στην επανασβέστωση αρχόμενων τερηδονικών βλαβών (έχει βρεθεί in situ). Βέβαια, όλα τα υποκατάστατα ζάχαρης μπορεί να μην είναι τερηδονογόνα, αλλά πρέπει πάντα να εξετάζεται η πιθανή τοξικότητά τους και η αλόγιστη χρήση τους σε «δίαιτες αστραπή».
- Η στοματική υγιεινή. Η επιμελής τήρηση της στοματικής υγιεινής, δηλαδή του καλού καθαρισμού των δοντιών (βούρτσισμα) οδηγεί στην συνεχή απομάκρυνση των μικροοργανισμών από την επιφάνεια των δοντιών με επακόλουθο την αναστολή της δράσης τους.
Θεραπεία
Αναχαίτιση αρχόμενης τερηδόνας
Η τερηδόνα κατά το αρχικό της στάδιο προκαλεί απασβεστίωση της αδαμαντίνης του δοτιού χωρίς να δημιουργεί τερηδονική κοιλότητα. Το αρχικό αυτό στάδιο ονομάζεται αρχόμενη τερηδόνα και χαρακτηρίζεται από τοπική μείωση των ανοργάνων συστατικών της αδαμαντίνης και εμφάνιση μιας λευκάζουσας κηλίδας. Στο στάδιο αυτό η τερηδονική βλάβη μπορεί να αναχαιτιστεί με συντηρητικό τρόπο. Όταν η τερηδονική βλάβη προχωρήσει βαθύτερα και στην οδοντίνη και δημιουργηθεί τερηδοντική κοιλότητα η αντιμετώπιση είναι παρεμβατική. Η αναχαίτιση μιας αρχόμενης τερηδόνας περιλαμβάνει την εφαρμογή εξατομικευμένου προληπτικού προγράμματος και επιπλέον την χορήγηση:
- Φθοριούχων διαλυμάτων για την επανασβέστωση της βλάβης.
- Αντιμικροβιακών ουσιών για την μείωση του μικροβιακού φορτίου της στοματικής κοιλότητας.
Επεμβατική θεραπεία
Η επεμβατική θεραπεία πραγματοποιείται όταν η τερηδονική βλάβη έχει προχωρήσει βαθύτερα στην οδοντίνη και παράλληλα έχει δημιουργηθεί τερηδονική κοιλότητα. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα επανασβέστωσης της αδαμαντίνης και επάνοδος στο φυσιολογικό. Η επεμβατική θεραπεία έγκειται στον επιμελή καθαρισμό της κοιλότητας από την τερηδονισμένη ουσία με την βοήθεια του οδοντογλύφανου (οδοντιατρικός τροχός) και στην συνέχεια έμφραξη της κοιλότητας με εμφρακτικό υλικό (αμάλγαμα, σύνθετη ρητίνη, υαλοϊονομερή κονία κτλ.)
Σημειώσεις, αναφορές
- ↑ «Οδοντιατρικός Σύλλογος Ηρακλείου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2009.
Βιβλιογραφία
- Α.Ξ Αποστολόπουλος. Προληπτική Οδοντιατρική. Συμμετρία, 1996: 109-158
- Κ. Λουλουδιάδης. Προληπτική Οδοντιατρική. 1997: 79-86
- Scrimshaw NS, Taylor CE, Gordon JE. Interactions of nutrition and infection. The dental clinics of N. America 1975; 20(3): 461-472.
- Toors FA. Chewing gum and dental health. Literature review. Rev Belge Med Dent. 1992;47(3):67-92.
- Edgar WM. Sugar substitutes, chewing gum and dental caries--a review. Br Dent J. 1998 Jan 10;184(1):29-32.
- Van Loveren C. Sugar alcohols: what is the evidence for caries-preventive and caries-therapeutic effects? Caries Res. 2004 May-Jun;38(3):286-93.